- ενάργεια
- η (AM ἐνάργεια)η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεωςαρχ.1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού ευκολοαπόδεικτου4. (φιλοσ.) σαφής αντίληψη, κατανόηση.
Dictionary of Greek. 2013.